Έκλεισε με δύναμη την πόρτα πίσω της και άρχισε να περπατάει προς το σκοτάδι. Από ένα σημείο και μετά δεν έβλεπε .. οχι γιατι δεν είχε φως στο δρόμο, αλλά γιατί τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα και είχαν θαμπώσει την εικόνα.
Το πιο δύσκολο από όλα κάθε φορά είναι να παραδεχτείς πως και αυτή την φορά όλα έγιναν μάταια, χωρίς να έχεις κερδίσει έστω κάτι. Αυτό πονούσε πιο πολύ και αυτή την φορά. Τόσα χρόνια πήγαν έτσι, άδικα. Τόση αγάπη χαμένη. «Το γυαλί σαν ραγίσει δεν ξανακολλάει» αυτό της έλεγε συνέχεια με άτονη φωνή, πρώτα από το τηλέφωνο και έπειτα από κοντά, δίπλα της , στο διπλανό κάθισμα του οδηγού στο ολοκαίνουργιο πανάκριβο αυτοκίνητο που μόλις είχε αποκτήσει μέσω της εταιρίας του.
Δεύτερος χωρισμός, με το ίδιο άτομο πόσο πολύ περισσότερο να πονάει, θεέ μου; Γιατί τόλμησα να δοκιμάσω ξανά την τύχη μου με ένα τόσο ακατάλληλο άτομο; Γιατί αφέθηκα στα ψέμματα και δεν προφύλαξα τον εαυτό μου; Γιατί έπεσα τόσο εύκολα και πάλι στην παγίδα των ματιών του, του χαμόγελού του, της καλής του διάθεσης και ενέργειας, των τρόπων του και της εξυπνάδας του; Γιατί δεν έμαθα από την πρώτη φορά;
Είχε φτάσει ήδη χωρίς να το καταλάβει στο κατώφλι του δίπατου σπιτιού της. Μονοκατοικία, κληρονομιά της πολυαγαπημένης γιαγιάς, της μόνης που γνώρισε. Φτάνοντας, της ήρθε η γνώριμη μυρωδιά του νυχτολούλουδου που τόσο αγαπούσε και που την μεθούσε κάθε βράδυ που αγνάντευε στο πάνω μπαλκόνι κοιτώντας τα πλοία να περνάνε. Πάντα σκεφτόταν πότε θα έρθει και η δική της ευκαιρία, να την «κλέψει» ένας δυνατός έρωτας και να την ταξιδέψει με ένα τέτοιο μεγάλο πλοίο σε θάλασσες μακρινές και πολιτείες άγνωστες.
Χωρίς να έχει κουράγιο για πολλά πολλά, ακούμπησε στο πεζούλι, άφησε κάτω την τσάντα της και απλά ξέσπασε σε ένα κλάμα δυνατό, με λυγμούς και πόνο στην καρδιά της. Τον είχε αγαπήσει πολυ, όσο και αν όλοι της έλεγαν να μην το κάνει. Τον είχε πλάσει στην φαντασία της τον τέλειο άντρα, εκείνον που όλες οι γυναίκες ονειρευονται, εκείνον που ξέρει πως να φέρεται σε μια γυναίκα, εκείνον που σου φέρνει πρωινό στο κρεββάτι χωρίς απαραίτητα να είναι η γιορτή σου, εκείνον που σου ανοίγει την πόρτα για να μπεις στο αυτοκίνητο, εκείνον που σε παίρνει τηλέφωνο στη μέση της πολύ κουραστικής ημέρας για να σου πει απλα "σ'αγαπω".
Τον έψαχνε για μέρες, είχε εξαφανιστεί ξαφνικά. Έπειτα απο πολυ προσπάθεια κατάφερε να βρει την αδερφή του στο τηλέφωνο η οποία τα μάσαγε ... "δεν είμαι σίγουρη που είναι. Νομίζω είναι εκτός Έλλάδος για επαγγελματικό ταξίδι. Έφυγε πολύ ξαφνικά, για αυτό μάλλον δεν σε πήρε".
Δεν αρκούσε αυτό όμως σαν εξήγηση. Εκείνη ήθελε να ακούσει τον ίδιο να μιλάει και να της λεει όλα όσα δεν ήθελε ποτέ να ακούσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου